- τουρκόγυφτος
- ο, θηλ. τουρκογύφτισσα, η, Ν1. γύφτος, τσιγγάνος μουσουλμάνος2. μτφ. άνθρωπος άσχημος και βρόμικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + γύφτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τουρκόγυφτος — ο θηλ. τουρκογύφτισσα 1. γύφτος (εξευτελιστικότερα) ή γύφτος μουσουλμάνος. 2. άνθρωπος ακάθαρτος στο σώμα και την ψυχή: Βρομάει σαν τουρκόγυφτος. 3. το θηλ., κάθε γυναίκα βρόμικη και άσχημη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)